για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια, ξεκάθαρα, η αδράνεια κοστίζει πιο πολύ από την αντίδραση!

Tuesday, November 04, 2008

Οι απολογητές της κρίσης

του Βασίλη Μηνακάκη

ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΠΑΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ
Σκληρή ιδεολογική διαπάλη γίνεται για την ερμηνεία των αιτιών της κρίσης, αλλά και στους δρόμους αντιμετώπισής της. Συντονισμένη προσπάθεια να αθωωθεί ο καπιταλισμός και να αποδοθεί η κρίση στην απληστία και τις υπερβολές του χρηματοπιστωτικού τομέα. Και όμως, στον πυρήνα της κρίσης βρίσκεται το σύστημα της εκμετάλλευσης. Πίσω από την κρίση που ξέσπασε στις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη οδηγώντας ακόμα και τους Ταλιμπάν των ελεύθερων αγορών να διερωτώνται για τις αιτίες του "χρηματοπιστωτικού τσουνάμι" σύμφωνα με τον Άλαν Γκρίνσπαν, δεν βρίσκονται οι υπερβολές του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή η απληστία των αργυρώνητων στελεχών τους. Βρίσκονται οι βαθύτεροι νόμοι κίνησης του ίδιου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και οι εσωτερικές αντιφάσεις του.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΗΝΑΚΑΚΗΣ


ΠΑΝΣΠΕΡΜΙΑ ΕΡΜΗΝΕΙΩΝ

Στόχος το Μέλλον

Και τι δεν ακούσαμε στις 50 ημέρες περίπου, που μεσολάβησαν από την κατάρρευση της Lehman Brothrs και οδήγησαν, σύμφωνα με τον Γουόρεν Μπάφετ, σε ένα «χρηματοοικονομικό Περλ Χάρμπορ». Ακούσαμε τον…Σόρος να ασκεί κριτική στην άποψη ότι οι «αγορές πρέπει να είναι απολύτως ανεξέλεγκτες» και τον μέχρι χθες «μάγο των αγορών» Άλαν Γκρίνσπαν (πρώην διοικητή της FED) να δηλώνει ότι «ανακάλυψε σφάλμα στο μοντέλο το οποίο θεωρούσε ότι καθόριζε πώς λειτουργεί ο κόσμος».

Ακούσαμε τη Μέρκελ να μιλά για «δίκαια κοινωνία της αγοράς» και τον Σαρκοζί για «ένα νέο καπιταλισμό, όπου οι αγορές δεν θα είναι ασύδοτες και δεν θα επιβάλλουν αυτές την κυριαρχία τους σε όλη την υπόλοιπη κοινωνία». Αλλά και τον Α. Βγενόπουλο της MIG να κάνει «αριστερή» κριτική στο πακέτο των 28 δισ. της κυβέρνησης, λέγοντας ότι η ουσία του είναι «να πάρουμε λεφτά από τους φορολογούμενους, να τους βάλουμε ένα premium και να τους τα ξαναγυρίσουμε πίσω» και ότι «δεν θα πήγαινα στο κράτος να του πω “για χρόνια περνάγαμε καλά, βγάζαμε υπερκέρδη – κέρδη να δουν τα μάτια σας! – εκατοντάδες εκατομμυρίων, αλλά τώρα μήπως θα μπορούσε ο ελληνικός λαός να με βοηθήσει;”».

Ακούσαμε τον Α. Αλαβάνο να καταγγέλλει τους «κερδοσκόπους και τους τυχοδιώκτες της αγοράς», να δηλώνει ότι «δεν είναι μονόδρομος η επιλογή της ανεξέλεγκτης λειτουργίας της αγοράς» και να προτείνει «ισχυρή παρουσία του δημοσίου στον τραπεζικό τομέα». Και ο Ριζοσπάστης να υποστηρίζει ότι «η πραγματική διέξοδος προϋποθέτει την αποφασιστική σύγκρουση με την εξουσία του μεγάλου κεφαλαίου, ώστε να πάρει ο λαός την τύχη του στα χέρια του. Να κοινωνικοποιήσει τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, να σχεδιάσει κεντρικά την κοινωνική παραγωγή με γνώμονα τις ανάγκες του. Να αξιοποιήσει τον εργατικό έλεγχο στην προσπάθεια της κεντρικά σχεδιασμένης λαϊκής οικονομίας».

Καθεμιά από τις απόψεις αυτές – πολύ περισσότερο όλες μαζί – ανεβάζουν πολύ ψηλά τον πήχη της ιδεολογικής και πολιτικής αντιπαράθεσης γύρω από την κρίση και τη γραμμή υπέρβασής της. Μάλιστα, τούτη η αντιπαράθεση δεν αφορά μόνο τη σφαίρα των ιδεών γενικά, αλλά εμπλέκεται αξεδιάλυτα τόσο με τις ανάγκες των εργατικών και νεολαιίστικων αγώνων, όσο και με τους δρόμους οικοδόμησης μιας επαναστατικής ενωτικής Αριστεράς, μιας γραμμής αντικαπιταλιστικού μετώπου και κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης. Πολύ περισσότερο που – όπως δείχνει η ιστορία – η κρίση δεν επιδρά μονοσήμαντα στις συνειδήσεις και τους συσχετισμούς και που οι όποιες δυνατότητες αναφύονται από αυτήν δεν θα πραγματοποιηθούν «μόνες τους νέτες σκέτες».

ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΠΑΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

Γύρω από την ερμηνεία της κρίσης και τις αιτίες της διεξάγεται μια έντονη ιδεολογική και πολιτική διαπάλη. Όπως είναι φανερό, το επίδικό της δεν είναι το χθες, αλλά τα συμπεράσματα που θα βγάλει ο κόσμος της εργασίας γι' αυτό που γίνεται και γι' αυτό που ως κοινωνικοπολιτική διέξοδος πρέπει να γίνει.

Σύμφωνα με αρκετές αστικές ερμηνείες, η κρίση οφείλεται στις διαρθρωτικές ανισορροπίες της οικονομίας (ειδικά της αμερικανικής) που δημιουργήθηκαν από λάθος πολιτικές επιλογές, στην απληστία που έδειχναν κυρίως οι επενδυτικές τράπεζες και οι διαχειριστές κεφαλαίων (τα πολυσυζητημένα golden boys), στην απουσία αποτελεσματικού θεσμικού πλαισίου που θα ρυθμίζει τους κανόνες του παιχνιδιού και θα αποτρέπει κραυγαλέες εκτροπές.

Κυρίαρχη θέση όμως έχουν οι διάφορες εκδοχές των αντινεοφιλελεύθερων, νεο-κεϋνσιανών απόψεων, οι οποίες αποδίδουν την κρίση στο νεοφιλελεύθερο φονταμενταλισμό των κυβερνήσεων και τη θρησκευτική προσήλωση στις απελευθερωμένες αγορές, στην κυριαρχία της χρηματοπιστωτικής σφαίρας απέναντι στη λεγόμενη "πραγματική οικονομία" (π.χ. οι αναλύσεις περί "καπιταλιστικού καζίνο") και της οικονομίας απέναντι στην πολιτική, στην απουσία ρυθμιστικών κανόνων και "κοινωνικών κριτηρίων" από την πλευρά του κράτους, της πολιτείας και της πολιτικής, που θα ελέγχουν τους μηχανισμούς της αγοράς.

Οι δύο οπτικές έχουν ορισμένες διαφορές και ένα σημαντικότατο κοινό σημείο: Και από τις δύο απουσιάζει ως αιτία το ίδιο το σύστημα της ατομικής ιδιοκτησίας, της μισθωτής εκμετάλλευσης, της ελεύθερης αγοράς, του ανταγωνισμού και της κρατικής καταπίεσης - άρα απουσιάζει ως λύση η σύγκρουση με αυτά τα δομικά στοιχεία του συστήματος.

Σύμφωνα, λοιπόν, με το κυρίαρχο ιδεολογικό σχήμα της περιόδου, βασική αιτία της κρίσης είναι η απληστία, η κερδοσκοπική διάθεση που επέδειξαν ορισμένοι τραπεζίτες, διαχειριστές κεφαλαίων και επενδυτές. Στον πυρήνα του σχήματος βρίσκεται η άποψη που καταδικάζει το "χυδαίο ή άκρατο καπιταλισμό", τις "υπερβολές" της ελεύθερης οικονομίας και της αγοράς, αλλά όχι την "εντός λογικών πλαισίων και με κοινωνική υπευθυνότητα" λειτουργία τους. Όμως οι "ακρότητες" δεν είναι φαινόμενα που αντιστρατεύονται τη φύση του καπιταλισμού, αλλά εκδηλώσεις της σύμφυτης με αυτόν τάσης για αναζήτηση του μέγιστου κέρδους. Με αυτή την έννοια, το ζητούμενο για τα εργατικά συμφέροντα δεν είναι απλώς το "ψαλίδισμα των υπερβολών" ή η "θέσπιση ρυθμιστικών κανόνων", αλλά η κατάργηση της εκμετάλλευσης, της ατομικής ιδιοκτησίας και της αγοράς που όσο διατηρούνται, θα αναπαράγουν διαρκώς την απληστία και το "εντός" αλλά και το "εκτός πλαισίων" κυνήγι του κέρδους.

Στη βάση αυτή επιβάλλεται να προσεγγιστεί και ο διαχωρισμός "πραγματικής" και "εικονικής - πλασματικής οικονομίας", ένας διαχωρισμός που συνοδεύεται από μια γραμμή ανάλυσης για την κρίση (τη χαρακτηρίζει ως χρηματοπιστωτική κρίση ή κρίση της "πλασματικής οικονομίας") αλλά και από μια γραμμή διεξόδου (που εδράζεται στην ενίσχυση της "πραγματικής οικονομίας").

Παρότι, όμως, υπάρχει μια ορισμένη διάκριση και αυτονομία του χρηματοπιστωτικού - πλασματικού κεφαλαίου (της σφαίρας της κυκλοφορίας, στην οποία κατανέμεται ένα τμήμα της υπεραξίας και των κερδών) από το παραγωγικό κεφάλαιο (της άμεσα παραγωγικής σφαίρας, στην οποία - και μόνο σε αυτή - παράγεται η υπεραξία), τελικά οι σφαίρες αυτές διαπλέκονται οργανικά και είναι αλληλένδετες και η εν λόγω διάκριση δεν έχει τη βαρύτητα που της αποδίδεται. Μάλιστα, οι δύο αυτοί τομείς δεν αλληλοδιαπλέκονται ισότιμα, αλλά συνδέονται με έναν τρόπο που τοποθετεί στην "καρδιά" των καπιταλιστικών σχέσεων συνολικά τη σφαίρα της άμεσης παραγωγής και της πραγματικής συσσώρευσης, στην οποία παράγεται όλη η μάζα της υπεραξίας (η οποία, στη συνέχεια, κατανέμεται στα διάφορα τμήματα του κεφαλαίου).

Έτσι, η ευρωστία στη σφαίρα της κυκλοφορίας και της πίστης, τελικά, αντανακλά και εν μέρει προεξοφλεί τις ανοδικές τάσεις της υπεραξίας και των κερδών που αντλεί το παραγωγικό κεφάλαιο ή έστω την ελπίδα τέτοιων τάσεων. Λέμε όμως "τελικά", διότι το πλασματικό - χρηματικό κεφάλαιο μπορεί σε ορισμένες περιόδους - όχι για πάντα - να εκδηλώνει μια υπερανάπτυξη και αυτονόμηση (κι αυτό συνέβη στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, ιδιαίτερα μετά από ένα χρονικό σημείο).

Τούτη η κλασική μαρξιστική θέση επιβεβαιώνεται πλήρως και στην πρόσφατη κρίση, όπου τόσο η απαρχή της χρηματιστικής υπερεπέκτασης όσο και η απαρχή της κρίσης πυροδοτήθηκαν από διεργασίες στη σφαίρα της άμεσης παραγωγής και της εκμετάλλευσης - απόσπασης υπεραξίας.

Πιο συγκεκριμένα, η υπερδιόγκωση του πλασματικού - χρηματικού κεφαλαίου (η πλασματική αξία των διεθνών συμβολαίων στα τέλη του 2007 ήταν 600 τρισ. δολ., ποσό 11 φορές μεγαλύτερο του παγκόσμιου ΑΕΠ) πυροδοτήθηκε εκτός των άλλων από την αύξηση της μάζας της υπεραξίας (κυρίως με μεθόδους άμεσης εκμετάλλευσης και άντλησης απόλυτης υπεραξίας) στις αναδυόμενες καπιταλιστικές οικονομίες, η οποία διοχετεύθηκε στις τράπεζες της αναπτυγμένης Δύσης, επιτρέποντάς τους να χορηγούν χαμηλότοκα δάνεια (μόνο η Κίνα είχε το 2007 συναλλαγματικά διαθέσιμα 1,8 τρισ. δολάρια, τα 2/3 των οποίων είχαν επενδυθεί στις ΗΠΑ), από την προσπάθεια να αξιοποιηθούν επικερδέστερα τα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια που δεν έβρισκαν διέξοδο στην "πραγματική οικονομία" (ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου τα πολυεθνικά - πολυκλαδικά μονοπώλια δραστηριοποιούνταν και στις δύο σφαίρες), γεγονός που έστρεφε τις τράπεζες σε πιο ριψοκίνδυνες μορφές από την επιτάχυνση του χρόνου περιστροφής του κεφαλαίου (βοηθούντων και των νέων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας), από την απελευθέρωση των διεθνών ροών εμπορευμάτων και κεφαλαίων, από τη λεηλασία των λαϊκών αποταμιεύσεων και των αποθεματικών των συντάξεων, από τον οξύτατο ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό και τέλος, από την απληστία που χαρακτηρίζει το κεφάλαιο και τις "αγορές".

Αλλά και η κρίση πυροδοτήθηκε από την επανεμφάνιση των τάσεων μείωσης της μάζας και του ποσοστού υπεραξίας που εκδηλώθηκαν με τη διάψευση των προσδοκιών κερδοφορίας (που ψαλίδιζε την αξία των μετοχών και τη δυνατότητα των μισθωτών να αποπληρώσουν τα δάνειά τους) με τη μείωση της βιομηχανικής παραγωγής και των ρυθμών ανάπτυξης.

Συνολικά, μπορούμε να πούμε ότι με την πιστωτική υπερεπέκταση της προηγούμενης περιόδου διαμορφώθηκε ένας ιδιόμορφος "τραπεζικός κεϋνσιανισμός", που στη θέση της παραδοσιακής "ενεργούς ζήτησης" και του "έμμεσου μισθού" έβαζε την απλόχερη χορήγηση δανείων (για αγορά κατοικίας, καταναλωτικών αγαθών κ.λπ.) συχνά μάλιστα, με υψηλό ρίσκο. Αυτό το πρότυπο στηρίχτηκε ακόμη στην τιτλοποίηση - διασπορά του κινδύνου από αυτά τα δάνεια (με τη διαμόρφωση κάθε λογής παραγώγων, "τοξικών ομολόγων" και άλλων χρηματιστηριακών προϊόντων, που δημιούργησαν πλασματικές αξίες πολλαπλάσιες της αξίας των προϊόντων που βρίσκονταν στη βάση αυτής της πυραμίδας, έχοντας αναλογίες με τα μεγάλα ελλείμματα και τη δημοσιονομική χαλαρότητα του παραδοσιακού κεϋνσιανισμού) και στις προσδοκίες κερδοφορίας της λεγόμενης "πραγματικής οικονομίας" των καπιταλιστικών χωρών (που αύξανε την καταναλωτική δυνατότητα των μισθωτών). Επιπλέον, αυτό το πρότυπο αποτελούσε σημείο μιας ορισμένης σύγκλισης συμφερόντων των εργαζομένων (που απέφευγαν την απόλυτη εξαθλίωση και εξασφάλιζαν "χρήμα" σε περιόδους σκληρής λιτότητας), της λεγόμενης "πραγματικής οικονομίας" (καθώς έτσι εξασφάλιζε την πώληση των προϊόντων της, άρα την πραγμάτωση της υπεραξίας) και του χρηματοπιστωτικού τομέα (που έτσι αποσπούσε για λογαριασμό του ένα διαρκώς αυξανόμενο τμήμα της συνολικά παραγόμενης υπεραξίας και του όγκου των κερδών), άρα πεδίο οικοδόμησης ενός κοινωνικοπολιτικού μπλοκ στήριξης της ακολουθούμενης πολιτικής.

Έτσι, παρότι σήμερα στην πρώτη γραμμή των κρισιακών φαινομένων βρίσκονται το χρηματοπιστωτικό σύστημα (που ούτως ή άλλως δεν πατάει σε τόσο σταθερές βάσεις όσο το παραγωγικό κεφάλαιο), η κρίση αγγίζει όλους τους τομείς της καπιταλιστικής οικονομίας. Για όλους τους λόγους που προαναφέρθηκαν και για έναν ακόμη: Γιατί υπάρχει αξεδιάλυτη συνύφανση τραπεζικού - χρηματιστικού - βιομηχανικού τομέα (άρα οι τριγμοί του ενός μεταβιβάζονται στον άλλο) και γιατί οι επενδύσεις σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό στηρίζονται σε τραπεζικά δάνεια και τα δάνεια σε προσδοκίες κερδοφορίας (αυτή τη σχέση πριμοδοτούν οι διάφοροι επενδυτικοί - αναπτυξιακοί νόμοι και εδώ εντάσσονται οι εταιρείες επιχειρηματικών συμμετοχών - venture capital - που χρηματοδότησαν την ανανέωση των παραγωγικών μέσων στην υψηλή τεχνολογία, στις βιοτεχνολογίες και στις πράσινες τεχνολογίες).

Είναι χαρακτηριστικό εδώ το παράδειγμα της Ελλάδας: Η αύξηση του ενεργητικού της βιομηχανίας κατά 9,45% το 2005 χρηματοδοτήθηκε κατά 66,36% από δάνεια και κατά 34,64% από αύξηση των ιδίων κεφαλαίων, ενώ η αύξηση των τραπεζικών υποχρεώσεων κατά 24,3% το 2004 συνοδεύτηκε από πτώση της αποδοτικότητας των κεφαλαίων κατά 8,73%. Εξίσου χαρακτηριστική είναι η κατάσταση με τις άμεσες και μακροπρόθεσμες δανειακές υποχρεώσεις των ελληνικών εισηγμένων επιχειρήσεων. Σε δωδεκάμηνη βάση τον Ιούνιο, οι μακροπρόθεσμες παρουσιάζουν αύξηση 41% και οι βραχυπρόθεσμες 38% σε σχέση με τον Ιούνη του 2007, πράγμα που σημαίνει ότι τόσο η μακροπρόθεσμη πορεία των παγίων κεφαλαίων και επενδύσεών τους (δηλαδή του σταθερού κεφαλαίου), όσο και το κεφάλαιο κίνησής τους είναι στενά συναρτημένο με το χρηματοπιστωτικό τομέα.

Ο νεοφιλελευθερισμός είναι εδώ

ΔΕΝ ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΝ ΟΙ ΑΣΤΟΙ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΑΓΡΙΑΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΥΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗΣ

Σημαίνει μήπως η κρίση ότι "πέθανε ή χρεοκόπησε" ο νεοφιλελευθερισμός, όπως διατείνονται αρκετοί δημοσιολόγοι; Κάθε άλλο. Βεβαίως είναι αλήθεια ότι η κρίση και η αστική στρατηγική αντιμετώπισής της καταρρακώνουν βασικά σχήματα του λεγόμενου "νεοφιλελευθερισμού" και την αστική θεωρία ότι ο καπιταλισμός μπορεί να ξεπερνά τις κρίσεις του και να δίνει απαντήσεις στις ανθρώπινες ανάγκες.

Ωστόσο, η άποψη περί" τέλους του νεοφιλελευθερισμού" δεν πατάει στην πραγματικότητα. Κι αυτό γιατί η απελευθέρωση των αγορών, η εμπορευματοποίηση των πάντων και η χρηματοπιστωτική υπερανάπτυξη δεν αποτελούν παρά μόνο τη μία πλευρά των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων που χαρακτηρίζουν το σύγχρονο καπιταλισμό. Τα άλλα τους στοιχεία είναι η αχαλίνωτη (με μοντέρνους και παραδοσιακούς τρόπους) εκμετάλλευση των μισθωτών, η επέκταση του πολεμικού στοιχείου, οι καπιταλιστικές ολοκληρώσεις και η "παγκοσμιοποίηση", η λεηλασία των λαϊκών ελευθεριών αλλά και της φύσης. Μάλιστα, όλα αυτά προωθήθηκαν όχι μόνο στις ΗΠΑ κι όχι μόνο από κλασικές νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις, αλλά σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο και από κάθε λογής κυβερνήσεις (σοσιαλδημοκρατικές, κεντροαριστερές, μεγάλων συνασπισμών κ.λπ.).

Από αυτή την άποψη, οι διαφαινόμενες αστικές απαντήσεις στην κρίση τροποποιούν μεν κάποια στοιχεία της κυρίαρχης ως τώρα αστικής στρατηγικής, ωστόσο δεν φαίνεται για την ώρα να συνιστούν συνολικότερη αλλαγή στρατηγικής, να διαμορφώνουν ένα άλλο "παράδειγμα". Αντίθετα, συνθέτουν ένα νέο κανιβαλικό γύρο λεηλασίας των εργατικών αναγκών, μια νέα φάση επιθετικότερης προώθησης των αναδιαρθρώσεων του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Η προαναφερθείσα τροποποίηση αφορά κατά βάση ορισμένες μορφές κρατικομονοπωλιακής παράμβασης, ωστόσο ούτε η φιλοσοφία αυτής της παράμβασης αλλάζει (παραμένει εκφραστής των συλλογικών συμφερόντων του κεφαλαίου), ενώ τα βάρη της φορτώνονται με κλασικό νεοφιλελεύθερο τρόπο στους εργαζόμενους. Παράλληλα, δεν αναιρούνται άλλες λειτουργίες, πολύ βασικές για τον καπιταλισμό και πολύ χαρακτηριστικές για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό και το λεγόμενο "νεοφιλελευθερισμό": Δεν αναιρούνται οι ιδιωτικοποιήσεις, η συντρηβή του "κράτους πρόνοιας" και η τάση πλήρους εμπορευματοποίησης όλων των πλευρών της κοινωνικής ζωής και της φύσης. Επιπλέον, δηλώνεται ότι οι χρηματοπιστωτικοί φορείς, αφού εξυγιανθούν, θα επιστρέψουν σε ιδιωτικά χέρια. Τέλος, άλλα καίρια στοιχεία της λεγόμενης νεοφιλελεύθερης στρατηγικής (π.χ. πόλεμος, στέρηση ελευθεριών, υπερεκμετάλλευση των μισθωτών) όχι μόνο δεν αναιρούνται, αλλά θα ενταθούν.

ΚΡΑΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Μεταβάλλεται ο χαρακτήρας της

ΑΠΛΟΥΣΤΕΥΣΕΙΣ

Στα μέτρα που προωθούνται για να αντιμετωπιστεί η κρίση πολλοί έσπευσαν να διακρίνουν την επάνοδο του «κρατικού παρεμβατισμού», την «επιστροφή του μαρξισμού» ή την αναπόδραστη πορεία προς ένα νέο κεϋνσιανισμό του 21ου αιώνα. Εξαιρετικά συμβολικό εδώ είναι το παράδειγμα του σοσιαλδημοκράτη υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας, Πέερ Στόινμπεργκ, που στις 12/9 χαρακτήριζε «πεταμένα λεφτά» αυτά που διοχετεύονται σε κεϋνσιανικές ρυθμίσεις, αλλά ένα μήνα μετά δήλωνε ότι «ορισμένα τμήματα της θεωρίας του Μαρξ δεν είναι και τόσο κακά¨.

Αυτό που βλέπουμε, όμως, από την πλευρά του αστικού συνασπισμού εξουσίας δεν είναι η «επιστροφή του κρατικού παρεμβατισμού» και κάποιων έστω ιδεών του Μαρξ, αλλά η μετεξέλιξη ορισμένων μορφών της κρατικομονοπωλιακής παρέμβασης του αστικού κράτους, ώστε να διασφαλίζεται η μακροπρόθεσμη αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων συνολικά. Είναι χαρακτηριστικές οι δηλώσεις των Μπους και Σαρκοζί μετά τη συνάντησή τους στο Καμπ Ντέιβιντ. Ο πρώτος – ο εκπρόσωπος του ακραιφνούς νεοφιλελευθερισμού, σύμφωνα με τις απόψεις του συρμού – σημείωνε πως «είναι σημαντικό να διατηρήσουμε τα θεμέλια του δημοκρατικού καπιταλισμού, τη δέσμευση στις ελεύθερες αγορές, την ελεύθερη επιχειρηματικότητα και το ελεύθερο εμπόριο». Ενώ ο δεύτερος – ο εκπρόσωπος της πιο «ευαίσθητης» ευρωπαϊκής στρατηγικής, σύμφωνα με τις ίδιες απόψεις – συμπλήρωνε: «Θα ήταν καταστροφικό να αμφισβητηθεί η οικονομία της αγοράς».

Το επιχείρημα περί επιστροφής του κρατικού παρεμβατισμού στηρίζεται στην εξής απλουστευτική και βαθιά λαθεμένη εξίσωση (που, δυστυχώς, υιοθετούν και αρκετά τμήματα της Αριστεράς): Οτιδήποτε κρατικό είναι εξ ορισμού αριστερό, μαρξιστικό, φιλεργατικό. Ωστόσο, η οικονομική και πολιτική παρέμβαση του αστικού κράτους έχει ως οδηγό της πάντα τα αστικά συμφέροντα: Και όταν ιδιωτικοποιεί και όταν κρατικοποιεί, και όταν αυξάνει και όταν περιορίζει τα δημόσια ελλείμματα, και όταν αναπτύσσει και όταν συνθλίβει το λεγόμενο «κράτος πρόνοιας». Από την άλλη, η εργατική – επαναστατική γραμμή δεν έχει στη σημαία της γενικώς και αορίστως την «κρατικοποίηση», αλλά την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, της εκμετάλλευσης και της αγοράς, την ανατροπή του αστικού κράτους και την πορεία απονέκρωσής του, τη συλλογική – κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, την εργατική εξουσία και αυτοδιεύθυνση, το «βασίλειο των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών». Με οδηγό αυτές τις δύο θέσεις, το εργατικό κίνημα και η επαναστατική Αριστερά σήμερα αποκρούουν την ψευδεπίγραφα φιλολαϊκή «κρατικοποίηση» - «κοινωνικοποίηση» (της νέας εποχής ή των παλαιότερων παπανδρεϊκών πειραμάτων), τη συρρίκνωση των κοινωφελών δραστηριοτήτων του κράτους, την ιδιωτικοποίηση – εμπορευματοποίηση κάθε σφαίρας της κοινωνικής ζωής και της φύσης και διεκδικούν (με ένα πλαίσιο στόχων πάλης) συλλογικές μορφές ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών, κόντρα στη λογική της αγοράς και του κέρδους.

Στη βάση όλων αυτών, οι αστικές κρατικές παρεμβάσεις της περιόδου δεν συνιστούν ένα σύγχρονο “new deal” ούτε μια επανεμφάνιση του κεϋνσιανισμού. Ο Κεϋνσιανισμός δεν ταυτίζεται απλώς και μόνο με τις αυξημένες κρατικές χρηματοδοτήσεις – επενδύσεις – επιχειρήσεις. Ήταν ένα συνολικό πρότυπο συσσώρευσης και αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων που αντιστοιχούσε στο στάδιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού και εδραζόταν στη μαζική τεϊλορική – φορντική παραγωγή, στις τεχνικές απόσπασης σχετικής υπεραξίας κυρίως, στη στήριξη του εργατικού εισοδήματος (εξ ου και τα περί «ενεργού ζήτησης» και «έμμεσου – κοινωνικού μισθού»), στην ανοχή απέναντι στα δημοσιονομικά ελλείμματα, στο «κράτος πρόνοιας», στην ύπαρξη μαζικής και ομοιόμορφα εργαζόμενης εργατικής τάξης, στη σύναψη μαγικών «κοινωνικών συμβολαίων», στη σύναψη μαγικών «κοινωνικών συμβολαίων», στη σταθερά λειτουργούσα αστική κοινοουλευτική δημοκρατία κλπ. Απ’ όλα αυτά τίποτα δεν ισχύει σήμερα κι ούτε φαίνεται να υιοθετείται ως απάντηση στην κρίση από τον αστικό συνασπισμό εξουσίας. Συνεπώς, υπό αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατη μια «νεκροφάνεια του κεϋνσιανισμού» και είναι λάθος να βαφτίζονται έτσι τα αντικρισιακά μέτρα του Μπράουν, της FED και της ΕΕ.