για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια, ξεκάθαρα, η αδράνεια κοστίζει πιο πολύ από την αντίδραση!

Thursday, January 31, 2008

Με αφορμή τα όσα είδαμε και ζήσαμε σήμερα

Η θρησκεία είναι ο στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η θαλπωρή ενός άκαρδου κόσμου, είναι το πνεύμα ενός κόσμου απ' όπου το πνεύμα έχει λείψει. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Ξεπέρασμα της θρησκείας σαν απατηλής ευτυχίας του λαού σημαίνει την απαίτηση της πραγματικής του ευτυχίας. Η απαίτηση να αρνηθεί τις αυταπάτες σχετικά με την κατάστασή του σημαίνει την απαίτηση να αρνηθεί μια κατάσταση που έχει ανάγκη από αυταπάτες. Η κριτική της θρησκείας είναι λοιπόν εν σπέρματι η κριτική της κοιλάδας αυτής των δακρύων, που η θρησκεία αποτελεί το φωτοστέφανό της.
Κ.Μάρξ, Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας
του κράτους και του δικαίου

Monday, January 21, 2008

Η ρήξη με την κοινωνία σαπίζει το σύστημα







Καπιταλισμός και διαφθορά

ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΛΑΦΡΟΣ, εφημερίδα ΠΡΙΝ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΡΩΓΜΗ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Βαθύτερες κινήσεις των κοινωνικών τεκτονικών πλακών συγκλονίζουν το πολιτικό εποικοδόμημα, δημιουργώντας μια πολιτική ρωγμή. Βρόμισε ο κόσμος! Κρατάμε τη μύτη μας από τη μπόχα που αναδύει το επίσημο πολιτικό σύστημα, οι καθωσπρέπει και γραβατωμένοι εκβιαστές, βιαστές, απόλυτοι άρχοντες της καταστροφής και της άγριας ανάπτυξης της καπιταλιστικής κερδοφορίας, σε βάρος του εργαζόμενου ανθρώπου, της φύσης και της πολιτιστικής – αρχαιολογικής κληρονομιάς. Δεν είναι μόνο η υπόθεση Ζαχόπουλου, αλλά η συνέχεια της ανερχόμενης τάσης των κοινωνικών αγώνων (όπως εκφράστηκε και στον απεργιακό σεισμό της 12ης Δεκέμβρη) και της πολιτικής διαφοροποίησης προς τα αριστερά. Νέες δυνατότητες και νέες ευθύνες για την αντικαπιταλιστική Αριστερά.


Καπιταλισμός και διαφθορά ΔΙΑΡΚΕΣ ΣΚΑΝΔΑΛΟ

Βρόμισε ο κόσμος! Κρατάμε τη μύτη μας από τη μπόχα που αναδύει το επίσημο πολιτικό σύστημα, οι καθωσπρέπει και γραβατωμένοι εκβιαστές, βιαστές, απόλυτοι άρχοντες της καταστροφής και της άγριας ανάπτυξης της καπιταλιστικής κερδοφορίας, σε βάρος του εργαζόμενου ανθρώπου, της φύσης και της πολιτιστικής – αρχαιολογικής κληρονομιάς. Και στη βάση της πυραμίδας η εκπόρνευση – τόσο με τη μεταφορική όσο και με την ουσιαστική έννοια – της μισθωτής εργασίας, «κανονικής», συμβασιούχας, μερικής και «μαύρης», ελαστικής και εύκαμπτης γενικώς.

Η ΝΔ του Καραμανλή ήρθε στην κυβέρνηση έχοντας ουσιαστικά σαν βασικό πολιτικό της μοτίβο την ηθική ακεραιότητα, τη διαφάνεια, την αντιμετώπιση της διαφθοράς. Και είναι αλήθεια ότι τα τέσσερα περίπου χρόνια της διακυβέρνησής της, η δημοσιότητα κατακλύζεται από μια σειρά «σκανδάλων», που μόνο από «σεμνότητα και ταπεινότητα» δεν χαρακτηρίζονται. Ανάλογη ήταν η κατάσταση και επί ΠΑΣΟΚ. Οι αιτίες αυτής της κατάστασης δεν μπορούν να αναζητηθούν σε πρόσωπα. Ο καπιταλισμός της εποχής μας κουβαλά τα σκάνδαλα, όπως ο ασβός τη μπόχα του.

Ο αμύθητος πλούτος που έχει κλαπεί από τους εργαζόμενους παραγωγούς, η λογική του καπιταλισμού – καζίνο, όπου το χρήμα αναπαράγεται σε κολοσσιαίες διαστάσεις, προκαλούν. Επιπλέον, έχει τροποποιηθεί η σχέση δημόσιου – ιδιωτικού στην άσκηση της αστικής πολιτικής. Όλο και περισσότερο – στο πλαίσιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού – το κράτος διαπλέκεται άμεσα με συγκεκριμένα μονοπωλιακά συμφέροντα (μεγάλων εταιρειών και συγκεκριμένων επιχειρηματιών) μέσω των ιδιωτικοποιήσεων, των Συμπράξεων Δημοσίου Ιδιωτικού Τομέα, της εκχώρησης τομέων κοινωνικής πολιτικής στο κεφάλαιο, αλλά και των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων κλπ. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, όλο και περισσότερο αναπτύσσονται άμεσες σχέσεις συναλλαγής και εξάρτησης μεταξύ πολιτικών και επιχειρηματιών.

Η σχέση δύναμης μεταξύ του πολιτικού προσωπικού και των καπιταλιστών αλλάζει σε βάρος των πρώτων. Όταν ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας ή ο καγκελάριος της Γερμανίας γίνονται, μετά την αποστρατεία τους, υπάλληλοι (ακριβοπληρωμένοι έστω) μεγάλων πολυεθνικών (ο Μπλερ της Μόργκαν Στάνλεϊ και ο Σρέντερ της Κοινοπραξίας για το γερμανο-ρωσικό αγωγό φυσικού αερίου) γιατί να μην κινηθεί ένας ανώτερος κρατικός υπάλληλος από πριν σε ανάλογη λογική;

Κι ακόμα, όταν τα αστικά κόμματα δεν έχουν να προτείνουν στο λαό ένα θετικό όραμα για το μέλλον και η πολιτική τους καταλήγει όλο και περισσότερο σε μια διαχείριση της αντεργατικής επίθεσης, με βάση τον αυτόματο πιλότο των Βρυξελλών, εντός του μονόδρομου της ΟΝΕ, όλο και περισσότερο θα πέφτουν στις ξέρες της πολιτικής των εξυπηρετήσεων και της κάθε «ζαχοπουλιάδας».

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΡΩΓΜΗ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ

Λίγους μήνες μετά τις εκλογές και οι δύο «μονομάχοι», ο Κ. Καραμανλής και ο Γ. Παπανδρέου, δείχνουν εξουθενωμένοι. Ο νικητής των εκλογών πρωθυπουργός λέει στη Βουλή ότι η κυβέρνησή του δεν εκβιάζεται, ενώ οι υπουργοί του κρύβονται μέχρι να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Ο ηττημένος αρχηγός της κατ’ όνομα αντιπολίτευσης, αναβαπτισμένος από μια μαζική διαδικασία άμεσης εκλογής, είναι σε χειρότερη κατάσταση ακόμα και πριν από την ήττα του. Καταγγέλλει σενάρια διάσπασης του ΠΑΣΟΚ, πασχίζοντας να ελέγξει ένα κόμμα που οπισθοχωρεί.

Αναλυτές και δημοσιογράφοι μιλούν για πολιτική αδυναμία του δικομματισμού, ενώ η Ντόρα Μπακογιάννη (εκφράζοντας τη φιλοδοξία να αντικαταστήσει τον Κ. Καραμανλή) διέγνωσε πολιτική κρίση. Θα ήταν βέβαια κουτό να θεωρήσει κανείς ότι η αιτία γι’ αυτή τη δίδυμη αδυναμία βρίσκεται στα όργια του υπουργείου Πολιτισμού, τόσο στην περίοδο του αντ’ Αυτού Ζαχόπουλου, όσο και νωρίτερα του Βενιζέλου.

Βαθύτερες κινήσεις των κοινωνικών τεκτονικών πλακών συγκλονίζουν το πολιτικό εποικοδόμημα, ενώ η λάβα της κοινωνικής δυσαρέσκειας βγαίνει στην επιφάνεια κάθε φορά που ανοίγεται μια ρωγμή στο πολιτικό σκηνικό. Κατά τη γνώμη μας όλα αυτά αποτελούν συνέχεια της ανερχόμενης τάσης των κοινωνικών αγώνων (όπως εκφράστηκε και στον απεργειακό σεισμό της 12η Δεκέμβρη), της αυξανόμενης πολιτικής διαφοροποίησης (κυρίως προς τα αριστερά, όπως κατέγραψαν και οι εκλογές και κατοπινά όλες οι δημοσκοπήσεις).

«Όλα δείχνουν ότι οι εκλογές δεν έδωσαν τη “λύση” που επεδίωκε η άρχουσα τάξη και ο Κ. Καραμανλής για “ισχυρή εντολή για τις μεταρρυθμίσεις”. Η κυβέρνηση της ΝΔ είναι πιο αδύναμη, σε σχέση με την πρώτη τετραετία της, όχι κυρίως λόγω της κοινοβουλευτικής καχεξίας, αλλά γιατί έχει “μπουκώσει” η δυναμική της πολιτικής της. Το μετεκλογικό σκηνικό σφραγίζεται από την τάση όξυνσης των ταξικών αντιθέσεων και των αντιφάσεων του πολιτικού συστήματος», υπογράμμιζε η Πολιτική Επιτροπή του ΝΑΡ, στις 1-2 Δεκέμβρη του 2007. «Από τη μια, το κεφάλαιο πιέζει για την αποφασιστική προώθηση, εφαρμογή και ολοκλήρωση των αντιδραστικών “μεταρρυθμίσεων” που εξήγγειλε η ΝΔ (και στις οποίες συναινεί παρά τις φραστικές κορώνες το ΠΑΣΟΚ), από την άλλη η εργατική τάξη και ευρύτερα οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα, μετρούν ήδη σημαντική χειροτέρευση του βιοτικού τους επιπέδου και δεν φαίνεται ότι θα δεχθούν αδιαμαρτύρητα την παραπέρα συρρίκνωση των δικαιωμάτων τους. Πόσω μάλλον, όταν βασικές ιδεολογικές σταθερές του “μονόδρομου” της ΕΕ – ΟΝΕ, του νεοφιλελευθερισμού και του “εκσυγχρονισμού” (αγορά, ανταγωνιστικότητα, ιδιωτικοποιήσεις κλπ.), αντιμετωπίζουν ολοένα και μεγαλύτερη αμφισβήτηση. Ταυτόχρονα, μεγαλώνει η απόσταση του αστικού πολιτικού συστήματος (κυρίως του αστικού δικομματισμού ΝΔ – ΠΑΣΟΚ) από τα πληττόμενα εργατικά και λαϊκά στρώματα και με ιδιαίτερο, πολύ ισχυρό, τρόπο από τη νεολαία. Το γεγονός αυτό υποχρεώνει σε μικρότερες ή μεγαλύτερες αναπροσαρμογές, εντός του αστικού συνασπισμού εξουσίας, για να ενσωματωθεί η από τα αριστερά κριτική των εργαζομένων». Κι ακόμα, «συνολικά, εκτιμούμε ότι το βασικό στοιχείο που σφραγίζει τις εξελίξεις και καθορίζει τους σημερινούς και αυριανούς συσχετισμούς (παράλληλα με τις πρωτόγνωρες δυσκολίες που γεννά η ίδια η πολιτική των κυβερνώντων και η αντικειμενική κατάσταση της εργατικής τάξης) είναι η αντιφατική τάση ευρύτερων μαζών για σύγκρουση με την κυρίαρχη πολιτική. Μια τάση που εκφράζεται με την παλινδρομική κίνηση των αγώνων, με τις πλημμυρίδες και τις άμπωτες του κινήματος που αναστατώνουν το πολιτικό σκηνικό τα τελευταία χρόνια, όσο και αν δεν αγκαλιάζουν ακόμα μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης».

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, το κεφάλαιο και τα διάφορα κέντρα εξουσίας αναζητούν και προωθούν τις πολιτικές αναπροσαρμογές, που θεωρούν ότι μπορούν να συμβάλλουν στη σταθεροποίηση και στην ανανέωση του αστικού πολιτικού συστήματος. Βεβαίως, κάθε μερίδα του κεφαλαίου, κάθε μπλοκ του συνασπισμού εξουσίας (που δεν είναι ενιαίος, αλλά διέρχεται από αντιθέσεις λόγω και του ανταγωνισμού) επιδιώκει στο πλαίσιο της συνολικής προώθησης της πολιτικής του κεφαλαίου, να βελτιώσει και τη δική του θέση. Ο Λαμπράκης, ο Λάτσης, ο Βαρδινογιάννης, η Μαρφίν κλπ., αλλά και σε επίπεδο ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, οι ΗΠΑ και η ΕΕ, έχουν και ιδιαίτερες επιδιώξεις, που συχνά είναι αλληλοσυγκρουόμενες.

Βεβαίως, ενοποιούνται στο βασικό: Να προχωρήσουν άμεσα σε αντεργατικές μεταρρυθμίσεις, που θα εξασφαλίσουν αναβαθμισμένο επίπεδο κερδοφορίας για το κεφάλαιο. Γι’ αυτό η κυβέρνηση Καραμανλή γίνεται πιο επικίνδυνη. Στην προσπάθειά της να ανακτήσει την εμπιστοσύνη της αστικής τάξης πάει να περάσει το Ασφαλιστικό, ενώ ταυτόχρονα κινείται εντός του πολιτικού πλαισίου που έχουν θέσεις οι ισχυρότατες ιμπεριαλιστικές χώρες στα Βαλκάνια και ευρύτερα.

Αλλά οι πολιτικές αναζητήσεις δεν σταματούν, καθώς έχουν δει ότι τόσο η ΝΔ όσο και το ΠΑΣΟΚ δεν τραβούν. Ήδη οι αστικές εφημερίδες είναι γεμάτες με αναλύσεις για την ανάγκη νέας πολιτικής, νέων πολιτικών, νέων κομμάτων. Ξαναβγαίνει από το ντουλάπι το φάντασμα της «νέας μεταπολίτευσης» (που μετά από τόσα χρόνια, παραμένει ακόμα νέα, σαν ορισμένες σταρ του μπότοξ) που έχει στοιχειώσει από το ’89. Όλο και περισσότερο το σκηνικό μοιάζει με το ’89, αλλά λείπει μια θετική πολιτική γραμμή από τη μεριά του συστήματος. «Με δεδομένο ότι οι δύο πυλώνες του μεταπολιτευτικού συστήματος εξουσίας υποχωρούν, κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις αξιολογούν το περιβάλλον και ονειρεύονται νέα πιο δυναμικά και αξιόπιστα πολιτικά σχήματα», γράφει στις 10 Γενάρη ο Αντώνης Καρακούσης στο Βήμα. «Η νέα μεταπολίτευση έρχεται», αναγγέλει, αλλά πόσο γερασμένη φτάνει: «Στο φιλελεύθερο χώρο κινούνται φιλόδοξες επιχειρηματικές δυνάμεις στη λογική μιας πιο μοντέρνας και αξιόπιστης εκπροσώπησης της φιλελεύθερης επιλογής, ενώ στη ζώνη της εκσυγχρονιστικής σοσιαλδημοκρατίας πολλοί έλκονται από την ιδέα ενός σύγχρονου κόμματος κατά τα πρότυπα των Νέων Εργατικών της Βρετανίας». Κι όμως, ο αμιγής νεοφιλελευθερισμός (όπως των Ταύρων του Μάνου) είναι ξεπερασμένος, όταν ακόμα και ο υπερεπιθετικός Σαρκοζί βάζει επικεφαλής των «σοφών» του το μετριοπαθή Τζόζεφ Στίγκλιτς (και τον Αμάρτια Σεν), όταν η Μέρκελ μιλά για κατοχύρωση του ελάχιστου μισθού κλπ. Από την άλλη, ο μπλερισμός θεωρείται, από τους αστούς, πετυχημένο μοντέλο, αλλά για την προηγούμενη φάση.

Η πολιτική φθορά του αστικού πολιτικού συστήματος μάλλον θα σέρνεται για καιρό και θα αναπαράγεται σε ολοένα υψηλότερη κλίμακα, χωρίς να αποκλείονται προσπάθειες για νέα κόμματα (το ΠΑΣΟΚ είναι αναμφίβολα ο αδύνατος κρίκος, ενδεικτική και η προσχώρηση Κοψίδη στο…ρεύμα Βενιζέλου) και απόπειρες εκλογικής διεξόδου. Αν και επιχειρείται συστηματικά η αναβάθμιση και νομιμοποίηση του ΛΑΟΣ σε χρήσιμο πιόνι – παίκτη προς τα δεξιά (προκλητικό το σπρώξιμό του από την τηλεόραση), το παιχνίδι της σταθεροποίησης του συστήματος θα παιχθεί προς τα αριστερά.

Κάθε φορά που η κινητικότητα των μαζών αυξάνεται, έρχεται η «ώρα της Αριστεράς» για να συμβάλει στην ενσωμάτωσή τους, μέσω της διεκδίκησης κάποιου αυξημένου, δήθεν, πολιτικού ρόλου. Ο κύκλος της μεταπολίτευσης και του δικομματισμού έχει κλείσει, τόνισε παρουσιάζοντας το βιβλίο του Πυξίδα ο Κ. Λαλιώτης. Πάμε στο διπολισμό και στις κυβερνήσεις συνεργασίας, συνέχισε, βάζοντας καθαρά το ζήτημα της συνεργασίας ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, αφού υπερβούν και οι δυο τα σύνδρομά τους. Ο Κ. Σκανδαλίδης υπερθεμάτισε μιλώντας για την «κυβερνώσα Αριστερά», ενώ ο Ν. Κωνσταντόπουλος συμφώνησε, τασσόμενος υπέρ των κυβερνήσεων συνεργασίας, στη βάση μιας προγραμματικής συμφωνίας βεβαίως.

Μπροστά στις νέες προκλήσεις η Αριστερά πρέπει να απαντήσει ξεκάθαρα σε τέσσερα κρίσιμα ζητήματα:

«Το βασικό ερώτημα είναι αν το συγκεκριμένο πολιτικό σκηνικό θα αναπλαστεί ή θα ανατραπεί και αν η Αριστερά θα παίξει σταθεροποιητικό ή ανατρεπτικό ρόλο», σημείωνε η ΠΕ του ΝΑΡ. Άρα για τι Αριστερά μιλάμε; Διαχείρισης, κυβερνητικής συμμετοχής, εναλλακτικής λύσης εντός του συστήματος, ενός νέου ’89 ή Αριστερά της ανατροπής, των νικηφόρων αγώνων, της μαχητικής εργατικής αντιπολίτευσης, της πλήρους ανεξαρτησίας και αντιπαλότητας σε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ και της επαναστατικής διεξόδου;

Δεύτερο ερώτημα: Προσπάθεια ανατροπής των συσχετισμών εντός του πολιτικού συστήματος (με άνοδο της εκλογικής επιρροής ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ), ως προϋπόθεση για ένα καλύτερο πλασάρισμα στις όποιες αλλαγές ή πάλη για απόκρουση και ανατροπή της επίθεσης που έχουν εξαπολύσει η κυβέρνηση, ο αστικός συνασπισμός εξουσίας και ΕΕ, πάλη που θα οξύνει την κρίση του πολιτικού σκηνικού, ενισχύοντας και την Αριστερά και θα φέρει επιτυχίες και βελτιώσεις στη ζωή των εργαζομένων, ανεβάζοντας και τη μαχητική τους ικανότητα και την ανεξάρτητη οργάνωσή τους;

Τρίτο, ενίσχυση της παρέμβασης με κοινοβουλευτική λογική, στο πλαίσιο της κυρίαρχης πολιτικής ή προσπάθεια εμφάνισης της εργατικής πολιτικής στο προσκήνιο, καταρχήν με την ανάπτυξη ενός πολιτικού εργατικού κινήματος, που θα συμβάλλει στην ήττα της κυβερνητικής πολιτικής, στην αλλαγή του ταξικού συσχετισμού, που είναι η βάση για την σταθερή αλλαγή και των πολιτικών συσχετισμών προς τα αριστερά;

Τέταρτο, με ποια προοπτική θα συνδεθεί, με ποιο περιεχόμενο θα γίνει αυτή η πάλη; Ποια θα είναι η απάντηση στο πρόβλημα της εξουσίας; Με τις ουτοπικές λογικές του εκδημοκρατισμού της ΕΕ, των «ανθρώπων πάνω από τα κέρδη» και ενός «δημοκρατικού σοσιαλισμού» χωρίς σοσιαλισμό (όπως ουσιαστικά προτείνει ο ΣΥΝ), με την μικροαστική κατεύθυνση της «λαϊκής εξουσίας – οικονομίας» του ΚΚΕ (που βρίσκεται με το ένα πόδι στον παλιό καπιταλισμό του κράτους πρόνοιας και με το άλλο στον παλιό «σοσιαλισμό» του Μπρέζνιεφ); Ή με τη γραμμή της αντικαπιταλιστικής πάλης, για την επαναστατική ανατροπή, για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και γι΄αυτό όχι φυτώριο σκανδάλων;

Έλλειμμα ανατροπής στην επίσημη Αριστερά Ο ΣΥΝ ΛΟΞΟΚΟΙΤΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΣΟΚ, ΤΟ ΚΚΕ ΑΝΑΠΑΡΑΓΕΙ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ

Ανεπαρκής εμφανίζεται η ρεφορμιστική Αριστερά απέναντι στις νέες προκλήσεις και δυνατότητες. Ο Συνασπισμός έχει αντιληφθεί νωρίτερα ότι το σκηνικό αλλάζει, αλλά παρεμβαίνει από τη σκοπιά του πλασαρίσματος στις επερχόμενες πολιτικές διεργασίες. Απουσιάζει (και λοιδωρείται) σχεδόν κάθε στρατηγική αναφορά, ενώ δεν τίθεται θέμα ανατροπής της κυρίαρχης πολιτικής, αλλά συσχετισμών. «Οι άλλες πολιτικές δυνάμεις έχουν όρια. Δεν έχουν θέσει στόχο την ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών. Έχουν στόχους πιο μακρινούς, πιο θεωρητικούς.

Κανείς δεν μπορεί να περιμένει τη ‘Δευτέρα Παρουσία’ του σοσιαλισμού», λέει ο Α. Τσίπρας στην ‘Εποχή’ (5/1/08). Ο σοσιαλδημοκρατικός ορίζοντας του σίγουρου νέου προέδρου του ΣΥΝ δεν κρύβεται: «Πρέπει να προχωρήσουμε στη συγκρότηση των εναλλακτικών μας θέσεων, θα έλεγα ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου. Βρισκόμαστε στη φάση του πιο επιθετικού νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, όπου οι ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις παίρνουν ένα επαναστατικό χαρακτήρα, εν τέλει». (Μάλλον ισχύει το ανάποδο: Χρειάζεται επαναστατικός αγώνας για ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις). Έτσι, δεν ξαφνιάζουν οι ανοικτές θύρες απέναντι στο ΠΑΣΟΚ, έστω για το μέλλον. «Το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Αν το ΠΑΣΟΚ αποφασίσει να έρθει σε ρήξη με τον εαυτό του, νομίζω ότι ανοίγει ένα περιθώριο συζήτησης, αλλά όχι σε επίπεδο κορυφών» (στην ίδια συνέντευξη). Το να περιμένεις ότι το αστικά μεταλλαγμένο ΠΑΣΟΚ θα έρθει σε ρήξη με τον εαυτό του, είναι σαν να προσδοκάς να βγει ο ήλιος από τη Δύση.

Το ΚΚΕ αρνείται μια γραμμή μαχητικής εργατικής αντιπολίτευσης, υποβαθμίζει επικίνδυνα το ρόλο της κυβέρνησης Καραμανλή σαν βασικού οργάνου της επίθεσης (στο όνομα των δικομματικών ευθυνών), δεν προωθεί την αναγκαία ταξική ενότητα στη βάση. Το τελευταίο ειδικά διάστημα, η Α. Παπαρήγα και άλλα στελέχη του ΚΚΕ ψηλαφούν τις νέες δυνατότητες που διαμορφώνονται και προσπαθούν να δώσουν στρατηγικές απαντήσεις, από τη σκοπιά της λαϊκής εξουσίας. Το πρόβλημα είναι ότι οι απαντήσεις αυτές χρησιμοποιούνται για να χωρίσουν και όχι να ενώσουν τον κόσμο της δουλειάς, για να ενισχυθεί η εξουσία του κόμματος απέναντι στις τάσεις εργατικής χειραφέτησης, ενώ σφραγίζονται από τον αντιφατικό χαρακτήρα της συγκεκριμένης πρότασης εξουσίας, που επιτρέπει την ηγεμονία (ξανά) των μικροαστικών αντιλήψεων.

Νέες δυνατότητες για τη άλλη Αριστερά

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ

Μέσα στη σήψη και την παρακμή της κυρίαρχης πολιτικής το ελπιδοφόρο σημείο των εξελίξεων μπορεί να έρθει μόνο από τους «κάτω», από τους εργατικούς αγώνες, το κίνημα της νεολαίας. Ταυτόχρονα, όλος ο κόσμος της Αριστεράς καταλαβαίνει ότι έχουμε μπει σε μια περίοδο αυξημένων δυνατοτήτων, τόσο για την ανάπτυξη των αγώνων (αγώνων που μπορούν να πετύχουν πλήγματα και να αποσπάσουν κατακτήσεις) όσο και για τη διεύρυνση της επιρροής της ανατρεπτικής Αριστεράς. Απ’ αυτή την άποψη, πρέπει να δούμε με άλλο μάτι και με αναβαθμισμένη απαιτητικότητα τις προκλήσεις της επόμενης περιόδου.

Βεβαίως, πρέπει να έχουμε σαφή εικόνα της σημερινής κατάστασης. Η ρωγμή στην πολιτική κυριαρχία του αστικού συνασπισμού εξουσίας έχει πάρει διαστάσεις, αλλά δεν είναι δεδομένη, ούτε τροφοδοτεί ακόμα μαζικά αντικαπιταλιστικές αναζητήσεις, καλύπτεται ακόμα από τη ρεφορμιστική Αριστερά. «Γύρω από τη συγκράτηση ή την επέκταση αυτής της ρωγμής, την ενίσχυση ή ανακοπή αυτής της δυναμικής, διεξάγεται σκληρότατη μάχη με αβέβαιη έκβαση», σημείωνε η Πολιτική Επιτροπή του ΝΑΡ, θέτοντας ως πρώτο μετεκλογικό καθήκον «να διευρύνουμε και να βαθύνουμε τη ρωγμή αυτή». Καθώς διόλου δεν αρκούν οι επαναστατικές προθέσεις, το ΝΑΡ και η αντικαπιταλιστική Αριστερά πρέπει να δε πως θα απαντήσει την αντίφαση του «δεν πάει άλλο», που λένε όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι και του «δεν ξέρω αν πάει αλλιώς» που κυριαρχεί. Απάντηση σε αυτό δεν μπορεί να είναι η λογική «αγώνες να γίνουν και ό,τι να ‘ναι», γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος βαθύτερης απογοήτευσης και αναδίπλωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας στις νέες φόρμουλες ενσωμάτωσης, κοινοβουλευτικού τύπου, που θα πλασάρει το σύστημα και θα έχουν αναμφισβήτητα και κεντροαριστερό ή και αριστερό χρώμα.

Για το ΝΑΡ και το ΜΕΡΑ κρίσιμο ζητούμενο είναι μια αριστερή παρέμβαση με ενιαίο πολιτικό περιεχόμενο, που δεν θα διαχωρίζει τα «καθήκοντα» σε κινηματικά και πολιτικά, ούτε θα τα κατακερματίζει σε επιμέρους μέτωπα, αλλά θα τα ενοποιεί σε μια γραμμή μαχητικής εργατικής αντιπολίτευσης, ξεκινώντας – αλλά όχι μένοντας εκεί – από την ανάγκη της άμεσης απάντησης στην επίθεση, από τις άμεσες διεκδικήσεις, ειδικά μέσα στις συνθήκες της αβάσταχτης λιτότητας, της υπερεκμετάλλευσης, της ανεργίας, που αναμένεται να ενταθούν λόγω της οικονομικής κρίσης. Με κεντρικό πολιτικό στόχο την πάλη για την απόκρουση, ήττα και ανατροπή της επίθεσης της κυβέρνησης (μέρος της διεθνούς αντεργατικής, τρομοκρατικής και πολεμικής εκστρατείας του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού) το βάθεμα της ρωγμής στο πολιτικό σύστημα στην κατεύθυνση της ανατροπής του. Για την επίτευξη κατακτήσεων προς όφελος των εργαζομένων, μέσω του πολιτικού αγώνα του κινήματος, για να ανατραπούν οι συσχετισμοί σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, από τη σκοπιά της αντικαπιταλιστικής επανάστασης.

Από την άποψη αυτή, αντιμετωπίζουμε ως κρίσιμο πολιτικό ζήτημα την ανάγκη της αγωνιστικής ταξικής ενότητας των εργαζομένων για μια αντεπίθεση των εργατικών αγώνων τώρα, μέσα στο «χαμό» της πολιτικής φθοράς ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Δεν μπορεί να μιλάς για μια Αριστερά δύναμη αντίστασης, όπως κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ και να εξαντλείσαι στη συμμαχία στα όρια της ΓΣΕΕ. Ούτε από την άλλη να μιλάς για κοινωνικό μέτωπο ενάντια στην επίθεση και να ικανοποιείσαι με τα ασφαλή όρια του ΠΑΜΕ, χωρίς ενωτική λογική ευρύτερης συσπείρωσης.

Ταυτόχρονα όμως έχει έρθει η ώρα να ξανανοίξει με καινούργια ορμή η συζήτηση για την αντικαπιταλιστική Αριστερά της εποχής μας, για τον πόλο της ανεξάρτητης επαναστατικής Αριστεράς, για την πορεία προς τα εκεί. Η πρωτοβουλία του ΜΕΡΑ να προχωρήσει το επόμενο διάστημα σε ένα κύκλο εκδηλώσεων σε όλη την Ελλάδα, σε συνδυασμό με την καλύτερη συσπείρωση και οργάνωση των πρωτοπόρων αγωνιστών που το στηρίζουν, αποτελεί το έναυσμα. Το ζητούμενο είναι να συναντηθούμε με όλους εκείνους που αναζητούν μια Αριστερά πραγματικά ανατρεπτική.