για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια, ξεκάθαρα, η αδράνεια κοστίζει πιο πολύ από την αντίδραση!

Tuesday, June 09, 2009

Κλείνουν το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών!!!

Από το http://www2.ekke.gr/xmain.php?id=387


Διαμαρτυρόμαστε για την επικείμενη κατάργηση του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών.

Αντιτασσόμαστε στην υποβάθμιση της κοινωνικής έρευνας.

Ζητάμε την αναβάθμιση του ΕΚΚΕ.

Πενήντα χρόνια μετά την ίδρυσή του κινδυνεύει να καταργηθεί το μοναδικό δημόσιο Ερευνητικό Κέντρο της χώρας στις κοινωνικές επιστήμες σύμφωνα με την από 26/5/09 Απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής για την κατάργηση ή συγχώνευση 255 Φορέων και Οργανισμών του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα.

Διοίκηση και εργαζόμενοι του Κέντρου διαμαρτύρονται σθεναρά για την απόφαση αυτή.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, στην Ευρώπη των 27, στον τομέα της έρευνας, η Ελλάδα κατέχει την πέμπτη από το τέλος θέση ως προς το σύνολο των δαπανών, ανεξαρτήτως προέλευσης (0,57% του ΑΕΠ) ενώ κατατάσσεται προ-τελευταία ως προς τη δημόσια δαπάνη για την έρευνα (0,68% των δημοσίων δαπανών). Αντίστοιχες από το τέλος θέσεις κατέχει βάσει όλων των δεικτών που αφορούν στον αριθμό και το κόστος των απασχολουμένων στην έρευνα. Τα δεδομένα αυτά δείχνουν ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε χειρότερη θέση όχι μόνο από όλες τις χώρες της ΕΕ των 15, αλλά, ακόμη και από πολλές χώρες που μόλις χθες εντάχθηκαν στην ΕΕ και των οποίων η οικονομικο-κοινωνική κατάσταση ουδεμία σύγκριση έχει με αυτή της χώρας μας.

Μετά τη μεταπολίτευση, η Ελλάδα παρουσίασε ιδιαίτερη πρόοδο στον τομέα της ανάπτυξης της ανώτατης εκπαίδευσης με διπλασιασμό των μελών ΔΕΠ στην περίοδο 1977-2007. Αντίθετα, οι ερευνητικές δομές της χώρας παρέμειναν καχεκτικές. Στο τομέα της έρευνας στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, η κατάσταση παρουσιάζεται ακόμη χειρότερη. Οι απασχολούμενοι στον τομέα αυτό παρουσιάζουν μείωση κατά 25% μεταξύ των δύο τελευταίων Απογραφών.1

Η μη ανάπτυξη των ερευνητικών δομών της χώρας έχει από καιρό ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στο σύνολο των διαδικασιών παραγωγής, μετάδοσης, αξιοποίησης και διάχυσης της γνώσης και της καινοτομίας στο σύνολο της κοινωνίας. Έτσι η Ελλάδα παράγει όλο και περισσότερους ‘πτυχιούχους' - ακόμη και κατόχους διδακτορικών τίτλων - με χαμηλό επίπεδο ερευνητικών δεξιοτήτων ενώ παράλληλα δεν μπορεί να αξιοποιήσει επ' ωφελεία της ανάπτυξης της χώρας, το ανθρώπινο δυναμικό που διαθέτει υψηλές επιστημονικές ικανότητες και το οποίο, στην πλειονότητά του, συνεχίζει να διαρρέει στο εξωτερικό.

Με αυτά τα δεδομένα κανείς δεν θα φανταζόταν ότι η σημερινή κυβέρνηση θα συμπεριελάμβανε ερευνητικούς φορείς στο σχέδιο περιορισμού του δημόσιου τομέα προς εξοικονόμηση πόρων. Και όμως. Με απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής στις 26/5, το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών συμπεριελήφθη στον μακροσκελή κατάλογο διαφόρων Οργανισμών που πρόκειται σύμφωνα με την κυβέρνηση να καταργηθούν ή συγχωνευθούν εντός τετραμήνου. Σύμφωνα με τον κατάλογο αυτό αποφασίζεται η «συγχώνευση του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών με το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών σε ένα ενιαίο ερευνητικό κέντρο με δραστηριότητα στον τομέα Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών». Η απόφαση είναι δύσκολα κατανοητή μια και εκτός των δυσκολιών που εμπεριέχει η συγχώνευση ενός ΝΠΔΔ (ΕΚΚΕ) με ένα ΝΠΙΔ (ΕΙΕ), παραμένει άδηλο τι θα γίνουν οι θετικές επιστήμες τις οποίες, εκτός των ανθρωπιστικών, θεραπεύει εδώ και πενήντα επίσης χρόνια το ΕΙΕ.

Περιττό να αναφέρουμε ότι όχι μόνο δεν προηγήθηκε διάλογος μεταξύ των Κέντρων και της εποπτεύουσας αυτό Αρχής (ΓΓΕΤ, Υπ. Ανάπτυξης) αλλά, ακόμη και όταν τέσσερις μέρες πριν την απόφαση, ζητήθηκε ευθέως - και ενώπιον της ερευνητικής κοινότητας - από τον Γενικό Γραμματέα Έρευνας και Τεχνολογίας να διαψεύσει ή επιβεβαιώσει την φήμη περί κατάργησης του Κέντρου που ήδη κυκλοφορούσε, εκείνος εκτέθηκε ηθικά δηλώνοντας άγνοια. Επιπλέον, δεν υπάρχει σχετική γνωμοδότηση του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας και Τεχνολογίας (ΕΣΕΤ) η οποία, σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τα ερευνητικά κέντρα, είναι απαραίτητη προκειμένου να ληφθούν σχετικές αποφάσεις (Ν.1514/85 αρ.25). Αξίζει να επισημανθεί ότι το επιχείρημα που επικαλείται η Απόφαση της Διυπουργικής για «εξορθολογισμό της λειτουργίας των Δημόσιων Φορέων και περιορισμό της σπατάλης» δεν ευσταθεί στην περίπτωση του ΕΚΚΕ, καθότι τα μέλη του ΔΣ του φορέα είναι μη αμειβόμενα και η μόνη «οικονομία» περιορίζεται στην κατάργηση της θέσης του Προέδρου του ΔΣ.

Παραταύτα ακόμη και τώρα, το Υπουργείο Ανάπτυξης δεν θεωρεί ότι πρέπει να παρουσιάσει την πλήρη πρόταση των όσων σχεδιάζει, να προχωρήσει σε δημόσια διαβούλευση και να ακούσει και τις απόψεις όχι απλώς των άμεσα ενδιαφερομένων αλλά των ‘καθ'ύλην αρμόδιων' που στην προκειμένη περίπτωση είναι η επιστημονική και ερευνητική κοινότητα.

Η χρησιμότητα της κοινωνικής έρευνας θεωρείται αυτονόητη σ' όλο τον προηγμένο κόσμο. Για να είναι όμως κοινωνικά χρήσιμη, η κοινωνική έρευνα πρέπει να ασκείται σε πλαίσιο ακαδημαϊκής ελευθερίας και σε συνθήκες ανεξαρτησίας από οικονομικές ή πολιτικο-ιδεολογικές σκοπιμότητες. Η ποιότητα και η χρησιμότητα της κοινωνικής έρευνας είναι ευθέως ανάλογες της επιθυμίας μιας κοινωνίας να διασφαλίσει τις συνθήκες αυτές τις μόνες που επιτρέπουν την προαγωγή της αυτογνωσίας της και την ανάδειξη μέσων και τρόπων ευημερίας της. Η δημόσια σφαίρα είναι ο μόνος χώρος όπου μπορεί να ανθήσει η κοινωνικά χρήσιμη κοινωνική έρευνα υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι τα πορίσματά της υπόκεινται στην αξιολόγηση και κριτική επισκόπησή τους στο πλαίσιο της εθνικής και διεθνούς επιστημονικής κοινότητας.

Το ΕΚΚΕ, λειτουργώντας πάντα σε ασφυκτικό περιβάλλον ανυπαρξίας εθνικών κονδυλίων και πολιτικής για την κοινωνική έρευνα, επιβίωσε, όλα αυτά τα χρόνια, αντλώντας από τις δικές του κυρίως δυνάμεις. Κυνηγώντας χρηματοδοτήσεις στο πλαίσιο προγραμμάτων με στενή εφαρμοσμένη και αποσπασματική στοχοθεσία, δεν ξέχασε την πραγματική αποστολή του και πέτυχε με την ερευνητική και εκδοτική του δραστηριότητα να διευρύνει τη γνώση μας για τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία.

Η κατάργηση του μόνου στη χώρα δημόσιου Ερευνητικού Κέντρου στις κοινωνικές επιστήμες συνεπάγεται την υποβάθμιση της κοινωνικής έρευνας και τη συρρίκνωση της ερευνητικής κοινότητας. Παράλληλα, σηματοδοτεί την αδιαφορία της Πολιτείας για τις κοινωνικές επιστήμες και καθιστά την επιβίωση και άνθησή τους στόχο ιδιαίτερα δυσπρόσιτο.

Σας καλούμε, συνυπογράφοντας το κείμενο αυτό, να στηρίξετε τις δομές που υπηρετούν την κοινωνική έρευνα στη χώρα μας και να ζητείστε αντί της κατάργησης, την αναβάθμιση του ΕΚΚΕ.

Η Διοίκηση και οι εργαζόμενοι του ΕΚΚΕ

Πρώτα συμπεράσματα για τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών 2009










logo_anakoinosi-copy.gif
.
Η κοινωνική διαμαρτυρία και αντίθεση προς την αντεργατική επίθεση, την οποία υλοποίησαν και τα δύο κόμματα του αστικού δικομματισμού τα προηγούμενα χρόνια, η μεγάλη δυσαρέσκεια απέναντι σε βασικούς πυλώνες της κυρίαρχης πολιτικής και οι αγώνες της προηγούμενης περιόδου δεν βρήκαν διέξοδο σε αριστερή κατεύθυνση στις εκλογές της 7ης Ιούνη. Η εκλογική αναμέτρηση πραγματοποιήθηκε, ενώ η καπιταλιστική κρίση έχει ήδη ξεσπάσει και τοποθετεί κρίσιμα διλήμματα προς όλους. Μέσα σε ένα κλίμα φθοράς και απαξίωσης της κυβέρνησης Καραμανλή και ως ένα βαθμό συνολικά του αστικού πολιτικού συστήματος, αλλά και ενίσχυσης της δυσφορίας και της αντίθεσης για την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Παρά τη σαφέστατη καταδίκη της κυβέρνησης της ΝΔ, το εκλογικό αποτέλεσμα δεν κλονίζει τους συντηρητικούς κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς πολύ περισσότερο που ενισχύεται η ακροδεξιά, όπως συμβαίνει και στις άλλες χώρες της Ευρώπης. Μεγάλο μέρος της δυσαρέσκειας στράφηκε (και ως ένα βαθμό οδηγήθηκε) προς την πολιτικά ανώδυνη αποχή, τους ενσωματώσιμους οικολόγους και διάφορα σχήματα ευκαιρίας της αστικής πολιτικής (Πανμακεδονικό Μέτωπο, Δράση κλπ).
Η ρεφορμιστική Αριστερά παραμένει στάσιμη εκλογικά και αποδεικνύεται αδύνατη να εκφράσει την κοινωνική διαμαρτυρία. Συνολικά, το αστικό πολιτικό σύστημα προσπαθεί να ανακτήσει τη σταθερότητά του για να βγει το κεφάλαιο από την κρίση σε βάρος των παραγωγών του πλούτου, με τη διαμόρφωση αξιόπιστης κυβερνητικής λύσης, το κλείσιμο των ρωγμών που προκάλεσαν οι αγώνες της διετίας 2006-07, η κοινωνική έκρηξη του Δεκέμβρη και την ήττα του ρεύματος αριστερής διαφοροποίησης και αναζήτησης. Αν και με το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών φάνηκε ότι πραγματοποιεί βήματα στην κατεύθυνση αυτή, οι ρωγμές δεν έχουν κλείσει, η δυσαρέσκεια δεν έχει ενσωματωθεί, βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής, όπου ένα τμήμα της λαϊκής και εργατικής δυναμικής «ψάχνεται» για εναλλακτική διέξοδο.
Ιδιαίτερη ένδειξη αυτού του «μετεωρισμού» αποτελεί η έκρηξη της αποχής, στην οποία κυρίαρχο στοιχείο είναι η «ατομική λύση», το «δεν γίνεται τίποτα», η καθοδηγούμενη τάση παθητικοποίησης και πολιτικής περιθωριοποίησης των μαζών. Ταυτόχρονα, όμως, αν και σε μικρότερο βαθμό, ενυπάρχει και η βαθύτερη δυσαρέσκεια για το πολιτικό σύστημα, η αμφισβήτηση των επιλογών και των δομών της ΕΕ, η αδυναμία των ΝΔ – ΠΑΣΟΚ να στρατεύσουν και να εμπνεύσουν, η κριτική προς την ρεφορμιστική Αριστερά, αλλά και οι αντιφάσεις –ανεπάρκειες της επαναστατικής Αριστεράς.
Κρίσιμο στοιχείο είναι η αδυναμία του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς, στη χώρα μας και στην Ευρώπη, να δώσουν απάντηση στην καπιταλιστική κρίση προς όφελος των εργατικών συμφερόντων, να αποκρούσουν – ανατρέψουν στην πράξη την επίθεση κεφαλαίου – ΕΕ, να ανοίξουν μια προοπτική πέρα από την αναπαραγωγή του βάρβαρου εκμεταλλευτικού συστήματος. Στις νέες συνθήκες αναδεικνύεται με οξύτατο τρόπο η αναγκαιότητα να μην περάσει και να ανατραπεί η αντεργατική επίθεση. Στο πεδίο αυτό ανοίγει πιο έντονα το ζήτημα «με ποια Αριστερά, με ποιο εργατικό κίνημα» και προβάλουν νέες μεγάλες προκλήσεις για την αντικαπιταλιστική επαναστατική Αριστερά.
Η Ν.Δ. παρουσίασε σημαντική μείωση της επιρροής της, έχασε ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΨΗΦΟΦΟΡΟΥΣ. Πρόκειται για βαριά αποδοκιμασία της πολιτικής της. Χάνει την πρωτοκαθεδρία στο αστικό πολιτικό σύστημα και για να την ανακτήσει θα επιχειρήσει να προωθήσει με επιθετικό τρόπο (σε συντονισμό με τις κατευθύνσεις της ΕΕ), μια ομοβροντία αντιδραστικών «μεταρρυθμίσεων» στην εργασία, τους μισθούς, το ασφαλιστικό, το φορολογικό, την παιδεία, το περιβάλλον. Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί το γεγονός ότι θα προσπαθήσει να υλοποιήσει την ατζέντα του ακροδεξιού ΛΑΟΣ στα θέματα της «ασφάλειας» και της μετανάστευσης. Η κυβέρνηση πρέπει να βρει μπροστά της μια μαζική μαχητική εργατική αντιπολίτευση.
Το ΠΑΣΟΚ εμφανίζεται ως νικητής σε ποσοστά, συσπείρωσε τη βάση του λόγω της κυβερνητικής φθοράς της ΝΔ, αλλά μειώθηκε η δύναμη του κατά εκατοντάδες χιλιάδες ψήφους. Από τη νέα του θέση «προβάρει το κουστούμι» καλού κυβερνητικού διαχειριστή και θα πιέσει την εκλογική βάση της Αριστεράς. Καμιά αυταπάτη δεν μπορεί να υπάρχει για το ΠΑΣΟΚ και την ουσιαστικά ταυτόσημη με τη ΝΔ πολιτική του. Ως αστικά μεταλλαγμένο κόμμα - αδυνατεί να εφαρμόσει άλλη πολιτική και να συνδεθεί με ριζοσπαστικές διεργασίες στη νεολαία και τους εργαζόμενους. Η αναξιοπιστία του συνδέεται με τη γενικότερη κρίση της αστικής πλέον σοσιαλδημοκρατίας, όπως καταγράφεται και στην Ευρώπη. Υπάρχει δυνατότητα, κάτω από την πίεση και της κρίσης, τμήματα λαϊκών, εργατικών και νεολαιίστικων μαζών να συνεισφέρουν τόσο στο κίνημα όσο και σε μια ευρύτερη αριστερή - ανατρεπτική δυναμική, στο βαθμό που απεγκλωβίζονται από το ΠΑΣΟΚ και τα ιδεολογήματά του.
Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι η άνοδος του ΛΑΟΣ και των φασιστικών τάσεων. Η εξέλιξη αυτή στηρίχτηκε, σε ψήφους κατά κύριο λόγο από εργατικές-λαϊκές περιοχές και αντιπροσωπεύει μια ευρύτερη και βαθύτερη επίδραση των εθνικιστικών, ρατσιστικών, ξενοφοβικών, ακροδεξιών αντιλήψεων, που διαχέονται και στους άλλους αστικούς πολιτικούς σχηματισμούς. Το φαινόμενο αυτό δεν πρέπει να υποτιμηθεί και ο ΛΑΟΣ, ως ακροδεξιό στήριγμα του αστικού συνασπισμού, πρέπει να αντιμετωπιστεί πολιτικά και ιδεολογικά μέσα στη νεολαία και τους εργαζόμενους. Υπογραμμίζεται η ανάγκη για προώθηση της ενότητας της εργατικής τάξης, ντόπιας και ξένης, παλιότερης και νεότερης, διαφορετικών εργασιακών σχέσεων για να σπάσει η επίθεση, να μην περάσει η αντιμεταναστευτική υστερία και η γραμμή του εμφυλίου μέσα στην τάξη.
Η πτώση του ΚΚΕ κατά 1%, σε σχέση με τις ευρωεκλογές, και η απώλεια 150 χιλιάδων ψηφοφόρων, η υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ κάτω και από το ποσοστό των εθνικών εκλογών και η απώλεια δεκάδων χιλιάδων ψήφων, φανερώνει την αδυναμία της ρεφορμιστικής Αριστεράς να εκφράσει μαζικά την καταδίκη της πολιτικής ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, αλλά κυρίως μια ψήφο ουσιαστικής αντιπολίτευσης και Αριστεράς. Η δυνατότητα, μετασχηματισμού της τάσης διαμαρτυρίας σε ανατρεπτική - αντικαπιταλιστική δυναμική υπονομεύεται από τη στρατηγική ανεπάρκεια των ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ, την αδυναμία, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, να συμβάλλουν σε μια αντεπίθεση του εργατικού κινήματος, τον άγονο ενδοαριστερό εμφύλιο αντί για την αναγκαία κοινή δράση για την απόκρουση της επίθεσης, τον ρηχό «αντιδικομματισμό» και κοινοβουλευτισμό της εκλογικής - πολιτικής τους παρέμβασης. Η υπέρβαση της σημερινής καθηλωτικής κατάστασης στην Αριστερά δεν μπορεί να έρθει μέσα από την ενίσχυση κάποιου από τους δύο πόλους της, ούτε από τη δορυφοροποίηση γύρω της.
Σήμερα το επιτακτικά ζητούμενο είναι μια στρατηγική απάντηση στον καπιταλισμό και την κρίση του, με ένα κοινωνικό -πολιτικό ρεύμα εργατικής αντιπολίτευσης και ανατροπής της επίθεσης, και μια άλλη μετωπική αντικαπιταλιστική επαναστατική Αριστερά.
Σε αυτή την κατεύθυνση συνέβαλε και συμβάλλει το εγχείρημα της Αντικαπιταλιστικής Αριστερής Συνεργασίας για την Ανατροπή, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το εκλογικό αποτέλεσμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (22.000 ψήφοι, 0,43%) αποτυπώνει ένα πρώτο σταθερό, μικρό αλλά ενθαρρυντικό βήμα για τη συνέχεια και την αναβάθμιση του νέου εγχειρήματος, εκφράζει τη θετική ανταπόκριση και την αποφασιστικότητα ενός δυναμικού να προχωρήσει στην κατεύθυνση της μετωπικής συγκρότησης που αποκτά πλέον προβάδισμα στο «χώρο», βρίσκεται όμως αρκετά κάτω από τις αυξημένες απαιτήσεις για την οικοδόμηση ενός πόλου- μετώπου της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής Αριστεράς. Δεν εκφράζει όλο τον πλούτο της συμβολής των δυνάμεων αυτών στις πολιτικές και κινηματικές μάχες του προηγούμενου διαστήματος. Αποτυπώνει τις αντιφάσεις και ανεπάρκειες του εγχειρήματος και όλων των συνιστωσών του στην πολιτική κατεύθυνση και την ανάπτυξη μαζικών και σταθερών πολιτικών δεσμών με τους εργαζόμενους και τους νέους και ιδιαίτερα εκείνων που τείνουν να αποστοιχηθούν από την ρεφορμιστική Αριστερά. Στην προώθηση, επίσης, της γραμμής της μαχητικής εργατικής αντιπολίτευσης και της άλλης Αριστεράς, της επανεξόρμησης των σύγχρονων απελευθερωτικών ιδεών και της κομουνιστικής επαναθεμελίωσης.
Μέσα από την πολιτική και δημοκρατική συγκρότηση όλου αυτού του δυναμικού (από τα «κάτω» μέχρι τα «πάνω») στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και στη λογική του πόλου, την σταθερή παρέμβαση για την ανάπτυξη κοινωνικού- πολιτικού κινήματος ανατροπής και το άνοιγμα του διαλόγου, της αναζήτησης και της κοινής δράσης για τα μεγάλα προβλήματα των εργαζομένων και τα αναπάντητα ερωτήματα της Αριστεράς για τη νέα κομμουνιστική προοπτική, θα επιδρά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ τόσο στο ευρύτερο ρεύμα της κοινωνικής δυσαρέσκειας και διαμαρτυρίας όσο και στο αριστερό δυναμικό που προβληματίζεται για το ποια Αριστερά έχουμε ανάγκη στην εποχή μας.
Αρνητικό ρόλο στο εκλογικό αποτέλεσμα έπαιξε η διαφοροποίηση ορισμένων πολιτικών δυνάμεων από το ενωτικό κεκτημένο. Παρόλα αυτά η ψήφος και στα άλλα ψηφοδέλτια της «εκτός των τειχών» Αριστεράς καταγράφει –με αντιφατικό τρόπο- ένα δυναμικό που αναζητά μια άλλη Αριστερά, σε επαναστατική και κομμουνιστική κατεύθυνση. Το ΝΑΡ καλεί όλες τις δυνάμεις και τους αγωνιστές να συμβάλλουν στο μετωπικό εγχείρημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για βήματα στην κατεύθυνση του πόλου της επαναστατικής Αριστεράς.
Σήμερα είναι ανάγκη όλο το δυναμικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ευρύτερης αντικαπιταλιστικής Αριστεράς να συζητήσει, μέσα από συνελεύσεις, για την πολιτική κατάσταση, να πάρει αποφάσεις για την ανάπτυξη της πάλης και την ποιοτική αναβάθμιση του εγχειρήματος, απευθυνόμενο θαρρετά σε αγωνιστές και δυνάμεις από όλη την Αριστερά και το κίνημα.
Στην εκλογική μάχη έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους οι αγωνιστές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του ΝΑΡ και της νΚΑ. Η μάχη αυτή αποτελεί μια πολύτιμη παρακαταθήκη για όλους μας.
Αντιμετωπίζουμε, το εκλογικό αποτέλεσμα με κριτικό και αυτοκριτικό πνεύμα και κυρίως με συνείδηση των αυξημένων απαιτήσεων και ευθυνών που δημιουργεί η επόμενη μέρα. Στη βάση αυτή θα προχωρήσουμε σε μια συλλογική, συντροφική, δημοκρατική συζήτηση για την πιο βαθιά μελέτη των αποτελεσμάτων και τη διαμόρφωση συμπερασμάτων που θα συμβάλλουν στην προώθηση της προγραμματικής – πολιτικής και οργανωτικής αναβάθμισης του ΝΑΡ και του ρεύματος της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης. Θα συμβάλουμε δημιουργικά ώστε να ανοίξει ο διάλογος στον ευρύτερο κόσμο του κινήματος και της αναζήτησης μιας άλλης Αριστεράς και ενός νέου εργατικού κινήματος.
.
Αθήνα, 9 Ιούνη 2009
Το Γραφείο της Πολιτικής Επιτροπής του Νέου Αριστερού Ρεύματος- ΝΑΡ